- γαλλομαθής
- [галломатис] εκ. хорошо владеющий французским языком.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
γαλλομαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που γνωρίζει γαλλικά: Είναι γαλλομαθής γιατί έχει μητέρα Γαλλίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλλομαθής — ές ο γνώστης τής γαλλικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Γάλλος + μαθής < μάθος < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
-μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… … Dictionary of Greek